- παλαντζάρω
- βλ. μπαλαντζάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαντζάρω — παλαντζάρω, παλαντζάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
(μ)παλαντζάρω — (μ)παλαντζάρισα, κουνιέμαι σαν την μπαλάντζα, είμαι ασταθής ή ασυνεπής: Αποφεύγω να συνεργάζομαι μαζί του γιατί μπαλαντζάρει συνέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)